προσεκτραχηλίζω

προσεκτραχηλίζω
Α
1. ρίχνω κάποιον ή κάτι από τον τράχηλο προς τα εμπρός επιπροσθέτως
2. καταρρίπτω, κατακρημνίζω επιπροσθέτως
3. παθ. προσεκτραχηλιζομαι
μτφ. εκτραχηλίζομαι ακόμη πιο πολύ, αποχαλινώνομαι περισσότερο («εἰς πάθος προσεκτραχηλίζεσθαι», Σέξτ. Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἐκτραχηλίζω «σπάω τον λαιμό κάποιου, ανατρέπω, καταστρέφω, αφανίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προσεκτραχηλίζεται — προσεκτραχηλίζω throw headlong besides pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεκτραχηλίσωμεν — προσεκτραχηλίζω throw headlong besides aor subj act 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”